- μυξιάρης
- και μυξάρης -άρα, -ικο [μύξα]1. αυτός που τού τρέχουν συνεχώς οι μύξες, μύξης2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ανίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος3. το ουδ. ως ουσ. το μυξ(ι)άρικο(περιφρονητικά) καχεκτικό παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυξιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που βγάζει συνέχεια μύξες από τη μύτη. 2. μτφ., σιχαμερός, τιποτένιος, σαχλός: Κάνει και τον ωραίο ο μυξιάρης! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
βλεννός — βλεννός, ή, όν (Α) [βλέννα] ο μυξιάρης … Dictionary of Greek
κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] … Dictionary of Greek
μυξάρης — άρα, ικο βλ. μυξιάρης … Dictionary of Greek
μύξης — και μυξής, θηλ. μυξού [μύξα] 1. αυτός από τη μύτη τού οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης 2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
μύξικος — η, ο [μύξα] 1. μυξιάρης 2. μυξώδης … Dictionary of Greek
μύξης — ο θηλ. μυξού ο μυξιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)